δημεχθής

δημεχθής
δημεχθής, -ές (Α)
λαομίσητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δήμος + -εχθής < έχθος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • δημεχθής — hated by the people masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δημεχθέα — δημεχθής hated by the people neut nom/voc/acc pl (epic ionic) δημεχθής hated by the people masc/fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δήμος — (5ος αι. π.Χ.). Αθηναίος, γιος του Πυριλάμπη που φημιζόταν για το κάλλος του. Για την ομορφιά του γίνεται λόγος στον Γοργία του Πλάτωνα και στον Αριστοφάνη. Το σπίτι του Πυριλάμπη και του Δ. ήταν γνωστό σε όλη την Ελλάδα για τα πτηνοτροφεία του,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”